Logo
Εκτύπωση αυτής της σελίδας
Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο
(0 ψήφοι)

Από βραδύς της Παναγιάς Ν. Μ. Δράκου Κύριο

 Κάλυμνος ,1η Σεπτεμβρίου, 1953

Για όσους περνούν τα χρόνια τους σιμά στα παράμορφα του τόπου,

να τους μιλάς και να τους γράφεις για την ομορφιά του, αν δεν τους κουράζεις, δεν είναι κιόλας να σου λένε μπράβο!

 Ωστόσο, εμείς της ξενιτειάς  που πονούμε και χαιρόμαστε αν η μοίρα μας  μάς κρατεί μακριά ή μας σιμώνει κάπου - κάπου, θα τον λέμε τον πόνο μας και θα ξεφωνούμε τη χαρά μας κι’ ας είναι να γυρίζουν μερικοί πατριώτες τα μούτρα τους αλλού, να μη μας ακούνε να σκοτίζονται.

Έτσι, καθώς μέρες τώρα , από το βράδυ του πανηγυριού της Χαριτωμένης του Χωριού, κλείνω τακτικά τα μάτια μου και ρουφώ από τη θύμησή του χαρά και αγαλλίαση, λέω να τη ζωντανέψω όσο μπορώ τη συγκίνηση με τα γραφτά, να ταξιδέψει μακριά, ίσως και μερικοί από τους διψασμένους δροσίσουν την άκρη της κατάξερης γλώσσας της ψυχής τους.

Ρώτησα και ξαναρώτησα για την ώρα που αρχίζει ο Εσπερινός, να μη χάσω ούτε τα προκαταρτικά διαβάσματα μα το σιγύρισμα το ανόητο του κορμιού που καρτερικά συνήθιζε να το περιμένει πάντα ,σε τέτοιες ώρες η πανέτοιμη ψυχή, έγινε αιτία, σαν διάβαινα το πλακόστρωτο του αυλόγυρου, ν’ακούσω να ψάλλεται ένα από τα τελεταία Ανοιξαντάρια.

 Μπαίνοντας στο Νάρθηκα είδα ,όπως και στα παλιά, ότι προϊδεάζει για τα μέσα. Άστραφταν ολοκάθαρες οι πλάκες οι μεγάλες, αραιές οι μυρτιές και οι γυναίκες οι απλές, δύο σειρές από τη μια και την άλλη μεριά και στις τρεις πόρτες. Η εικόνα η μεγάλη της Παναγιάς της «Ξένης» αριστερά στη μεγαλόπορτα, σαν καλωσοριστής του πανηγυριστή.

Στο έμπα το θάμβος!

Θαρρείς το εκατοπενηντάχρονο τέμπλο, χρυσωμένο λίγες στιγμές πριν, οι πολυέλαιοι ν’αστράφτουν, οι εικόνες υποβλητικότατες στο μεσαίο κλίτος,(τούτες πρωτοβλέπεις) από τους προφήτες τους σοβαρόπρεπους, ως τον Άγιο Στέφανο, τον νεανία, με τη σεμνόπρεπη περηφάνεια.

Ύστερα το άναμμα του κεριού σε φέρνει μπροστά στο προσκυνητάρι. Σίγουρα ο παπά –Νικόλας κι’ επίτροποι κι’ επιτρόπισσες θα στόλιζαν μέρες τη Νύφη και της έβαλαν όλα τα μετάξια και τ’ατλάζια κι’ έδεσαν επιδέξια φιόγκους στην κορφή και τα πλάγια του προσκυνηταριού και κρέμασαν τις άκρες τους σαν πλεξούδες…

Ο ευγενικός πρωτοεπίτροπος, ο συνάδελφος Κασσάρας και οι σύντροφοί του θαρρείς και φυλάττουν τα θρονιά του παγκαρίου για τους ξενιτεμένους. Είχα κι’εγώ το μερδικό μου απ’ την τιμητική μοιρασιά. Έτσι μπορούσα να τα βλέπω και να τ’ακούω όλα. Ακόμα μια ματιά στις εικόνες του τέμπλου τις αρχαιόπρεπες, τις μικρές, τις ψηλωμένες, που ιστορούν τα πάθη του Χριστού .Κι’ ύστερα η ενατένιση η ευλαβική του αριστουργήματος που συγκέντρωσε όλες τις αποχρώσεις της καλλιτεχνικής ψυχής του Αλαχούζου…

Από το θάμβημα με ξυπνά η ηχηρή απήχηση του δεξιού  που ετοιμάζεται ν’αρχίσει τα κεκραγάρια . Τι δυσκολία να νοιώσεις το νόημα του μεγάλου μυστηρίου! Κι’ ο υμνωδός την ομολογεί με την επιφώνηση «Ω, του παραδόξου θαύματος».

Και ο νέος Μιχάλης, γαλούχημα του παλιού, βάζει όλα του τα δυνατά να μας θυμίσει τον παλιό: η φωνή του σεμνή, κατανυκτική, μεταδίδει όλη τη συγκίνηση του ύμνου. Ο Τσάππος αριστερά, με το ίδιο κατανυχτικό ύφος, με τη δεξιοτεχνία στο ανέβασμα και κατέβασμα της κλίμακας θυμίζει πολύ τον γλυκύτατο Στέφανο Τσουκαλά.

Δεν είναι να μπει το Δοξαστικό και φθάνει ένας ξενιτεμένος, παλιός Χωριανός ,που ξεχώρισε στην ξενιτειά με την προκοπή του .Είναι μαζί του κι’αλλοι. Όλοι βολεύονται στο παγκάριο. Κι’ εγώ αφήνω τ’ακούσματα και παρακολουθώ τον «Αμεριγκάνο». Εξαϋλωμένη η μορφή του, τα μάτια του όλο ρέμβη, η ψυχή του , θαρρώ, φευγάτη από το κορμί του. Δίπλα μας η παρέα τού έστησε κουβέντα. Τούτος είναι σε άλλους κόσμους, είπα ,δε γίνεται θέλω ν’κούσω τις σκέψεις του. Κάτι τολμώ να του πω. Μου απαντά μ’έναν απόφωνο λόγο: «Ήμουνα Χωριανός αλλά το καλοκαίρι μέναμε πάντα στο Βαθύ και δε βρέθηκα ποτέ σε Εσπερινό της Παναγιάς της Χαριτωμένης. Τι έχασα τόσα χρόνια»! Κι’ ύστερα δεν ξανάπε τίποτε.

Τον κοίταζα πολλή ώρα .Θαρρώ που κάτι έφθανε ως τον κανθό του ματιού του και στεκότανε.

Μπήκε το πολύηχο Δοξαστικό. Το ακολούθησε η έξοδος, οι προφητείες κι ύστερα το αργό «Θεοτόκε Παρθένε». Ο παπάς τα ίδια όλα σαν τον μακαρίτη παπά- Μιχάλη, βγήκε απ’ το Ιερό να παρασταθεί στον αδελφό του. Έτσι οι Τρικοίληδες, ψάλτες και παπάς, συντροφιασμένοι στη γνώση της μουσικής και στις φωνές, ήταν στις δόξες τους. Όλοι παρακολουθούμε να μη μας φύγει νότα από τον ενθουσιαστικό ύμνο…

(Δημοσιευμένο στην εφημερίδα «Προοδευτική Κάλυμνος» του Εμμανουήλ Καπελλά ,την 1η Σεπτεμβρίου 1953)

 

Υ.Γ.1   Ο  Ν.Δράκος το 1953 βρισκόταν στην Ισμαηλία, πόλη της Αιγύπτου ,κοντά στη Διώρυγα του Σουέζ. Ενώ είχε συντελεστεί η Ένωση των Δωδεκανήσων ο Δράκος δεν μπορούσε ακόμα να γυρίσει από την ξενιτειά για λόγους πολιτικούς .Είχε λείψει από την πατρίδα από το 1927.  Ωστόσο υπηρέτησε πολυσήμαντα  την ομογένεια με πάθος και αυτοθυσία.

Υ.Γ.2 Προς τι η ανάσυρση  του κειμένου, μετά από τόσα χρόνια; Μα γιατί η γνησιότητα των συναισθημάτων και η τέχνη του λόγου, όταν συνυπάρχουν, είναι διαχρονικά, ανεκτίμητα δώρα και για τους σύγχρονους «μετέχοντες» αυτών των αξιών.

Για την αντιγραφή

Φανή  Καπελλά -Κουτούζη

 

Σακελλάρης Ν. Τρικοίλης  argokalymnou@gmail.com
Argo Kalymnos