Logo
Εκτύπωση αυτής της σελίδας
Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο
(0 ψήφοι)

Χαλέπι (Μάρτιος-Απρίλιος 1943)

…Σαν  σταμάτησε το τρένο, άρχισαν να βγαίνουν απ’ όλα τα βαγόνια

και να μαζεύονται μπουλούκια-μπουλούκια. Ήταν όλοι σκοτωμένοι απ’ την κούραση του ταξιδιού.

         Τρεις μέρες και τρεις νύχτες, τάκα – τούκα, το κεφάλι τους είχε γίνει καζάνι, είχαν μουδιάσει, τα πόδια τους ήταν πρησμένα, και δεν έβλεπαν την ώρα πότε θα μπορούσαν επιτέλους κάπου να ξαπλώσουν, να τεντωθούν, να νοιώσουν λίγη ξεκούραση

Τους πλησίασαν αμέσως οι στρατιώτες που περίμεναν: δύο Έλληνες , δύο Εγγλέζοι…

Ύστερα από δέκα λεπτά άλλη διαταγή: οι γυναίκες ν’ ακολουθήσουν τους δύο στρατιώτες.

Σε λίγο βρέθηκαν σε κάτι απλόχωρες σκηνές. Κάθισαν, τους έφεραν ζεστό γάλα, μπισκότα, σάντουιτς κι’ έφαγαν με όρεξη, μ’ όλη την  κούραση, γιατί πεινούσαν.

- Πού θα μας πάτε τώρα; ρώτησε η Άννα τον ένα στρατιώτη, που βρέθηκε εκεί κοντά τους.  Θα μπορέσετε να μας βρείτε κανένα ξενοδοχείο;

Γύρισε και την κοίταξε μ’ ένα βλέμμα τόσο ειρωνικό, τόσο παράξενο.

-Ξενοδοχείο; Τις λες κοπέλα μου, αστειεύεσαι; Να τώρα, με τη σειρά, θα πάτε να κάμετε ένα λουτρό, θα περάσουν τα ρούχα σας από κλίβανο και γραμμή με τα φορτηγά για το στρατόπεδο προσφύγων οι γυναίκες  και για το κέντρο υποδοχής οι άνδρες.

-Μα υπάρχει ξεχωριστό στρατόπεδο προσφύγων;

-Αμέ, τι θάρρεψες ,πως θα σας αφήσουν ελεύθερους στην ξένη πόλη που ήρθατε; Καραντίνα δεκαπέντε μέρες, θα κοιτάτε από μέσα  κι’ αν είστε ακόμη εδώ, με άδεια θα μπορείτε να βγαίνετε έξω λίγοι -λίγοι …

Σώπασε κι’ έμεινε σκεπτική, με κατεβασμένο κεφάλι.  Απ’όλα της χτύπησε το στρατόπεδο προσφύγων.

Προσφύγων, πρώτη φορά τ’ άκουγε και της βαροφάνηκε.  Ώστε θάταν και κείνοι πρόσφυγες; Δεν το σκέφθηκε. Είχε φύγει απ’ την πατρίδα γιατί τόθελε να πάει να βρει τον άνδρα της. Θα την έχωναν τώρα στο στρατόπεδο των προσφύγων, λέει και δεν έχει δικαίωμα καν να ρωτήσει πού θα τους πήγαιναν, πότε θα έφευγαν, πού ήταν ό άνδρας της. Και κείνη που είχε πιστέψει πως, περνώντας τα σύνορα, είχαν τελειώσει τα βάσανά της… Μήπως τώρα άρχιζαν;

Είχαν περάσει τα μεσάνυχτα, όταν τους ειδοποίησε ένας άλλος στρατιώτης: «Εμπρός για το λουτρό οι πρώτες είκοσι».

…Πήραν τους σάκους και προχώρησαν στη διπλανή αίθουσα. Τις πλησίασαν δύο γυναίκες με άσπρες μπλούζες.

-Εμπρός, τι κάθεστε; Γδυθείτε, περιμένουν τόσες δε θα ξημερωθούμε για σας μονάχα!

Την πλησίασε τότε μια γριά:

-Ε μου λέεις, κόρη μου, στα καλά τους είναι για όσι (όχι);Τσαγά(έτσι) θα γλυθούμε (γθυθούμε) και οι είκοσι και θα χωρεί (θα θωρεί) η μια την άλλη;

…Θέλοντας και μη γδύθηκαν κι’ είκοσι πήγαν στα ντους  …

...τις φόρτωσαν σ’ ένα μεγάλο φορτηγό και ξεκίνησαν. Ήταν δύο μετά τα μεσάνυχτα… Μια βαριά σιδερένια πόρτα άνοιξε, μπήκε μέσα το φορτηγό..

…Το παιδί ξύπνησε και γύρευε νερό…

-Χριστιανή μου τρεις μετά τα μεσάνυχτα, πού θα το βρω;  Δος του μια να σωπάσει!

Τελευταία τροποποίηση στις
Σακελλάρης Ν. Τρικοίλης  argokalymnou@gmail.com

1 σχόλιο

Argo Kalymnos